Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έωσπερ — ἕωσπερ (Α) επιτ. τ. τού ἕως (I)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕως (I) + περ «βέβαια, ακριβώς»] … Dictionary of Greek
ἕωσπερ — indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)